- ἐξέγερσις
- ἐξέγερσιςawakeningfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξεγέρσει — ἐξέγερσις awakening fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξεγέρσεϊ , ἐξέγερσις awakening fem dat sg (epic) ἐξέγερσις awakening fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεγέρσεις — ἐξέγερσις awakening fem nom/voc pl (attic epic) ἐξέγερσις awakening fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέγερσιν — ἐξέγερσις awakening fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέγερση — η (AM ἐξέγερσις) [εξεγείρω] νεοελλ. 1. διέγερση, έξαψη («ο λαός βρίσκεται σε εξέγερση») 2. επανάσταση, ανταρσία («ἐξέγερση κρατουμένων») αρχ. μσν. 1. ξύπνημα 2. η ενέργεια που κάνει κάποιος για να ξυπνήσει άλλον … Dictionary of Greek
ἐξεγέρσεως — ἐξεγέρσεω̆ς , ἐξέγερσις awakening fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)